- κρομμυδίλα
- η запах лука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρομμυδίλα — η βλ. κρεμμυδίλα … Dictionary of Greek
κρεμμυδίλα — και κρομμυδίλα, η η οσμή τών κρεμμυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + κατάλ. ίλα*] … Dictionary of Greek